οἰνοπέδης

οἰνοπέδης
οἰνόπεδος
with soil fit to produce wine
fem gen sg (attic epic ionic)
οἰνοπέδη
with soil fit to produce wine
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”